σφυροκόπημα

σφυροκόπημα
το , σφυροκόπηση [-ις (-εως)] η
1) см. σφυρηλασία; 2) воен, мощный удар, налёт (артиллерийский, бомбовый)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "σφυροκόπημα" в других словарях:

  • σφυροκόπημα — το, ατος και σφυροκόπηση, η 1. χτύπημα με σφυρί. 2. μτφ., συνεχή πλήγματα εναντίον κάποιου με οποιοδήποτε μέσο: Το σφυροκόπημα του στόχου συνεχιζόταν όλη τη μέρα. – Η κυβέρνηση δέχτηκε στη βουλή άγριο σφυροκόπημα από την αντιπολίτευση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σφυροκόπημα — το, Ν 1. η ενέργεια τού σφυροκοπώ, κατεργασία μετάλλου με τη σφύρα, σφυρηλασία 2. μτφ. καταφορά συνεχών πληγμάτων εναντίον αντιπάλου («το σφυροκόπημα τού πυροβολικού συνεχίστηκε από τα χαράματα ώς το μεσημέρι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < σφυροκοπώ. Η λ.,… …   Dictionary of Greek

  • βομβαρδισμός — Η παρατεταμένη συγκέντρωση πυρών πυροβολικού, ξηράς ή ναυτικού και η επαναλαμβανόμενη ρίψη βομβών από αεροπλάνα. Ο όρος β. σήμαινε αρχικά τη δράση του πυροβολικού κατά οχυρωμένων θέσεων, με σκοπό την εξουδετέρωση της άμυνας και την κάμψη του… …   Dictionary of Greek

  • σφυρηλασία — η, ΝΑ [σφυρηλατῶ] κατεργασία μετάλλων με σφύρα νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) σφυροκόπημα 2. τεχνολ. η σφυρηλάτηση 3. μτφ. διάπλαση, διαμόρφωση χαρακτήρα …   Dictionary of Greek

  • σφυροκόπηση — η, Ν το σφυροκόπημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφυροκοπώ. Η λ., στον λόγιο τ. σφυροκόπησις, μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Χαντσερή] …   Dictionary of Greek

  • σφυροκόπι — το, Ν το σφυροκόπημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφυροκοπώ / σφυροκόπος (βλ. και λ. κόπι)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»